- μαρκούτσι
- το1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα τού ναργιλέ2. (κατ' επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο3. μαστίγιο, βούρδουλας4. εξάρτημα, μαραφέτι5. μτφ. πέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρκούτσι — το ιού (λ. τουρκ.), ο δερμάτινος σωλήνας του ναργιλέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
καπνοσύριγγα — ἡ 1. μικρός σωλήνας στην άκρη τού οποίου ο καπνιστής τοποθετεί το τσιγάρο ενώ από την άλλη εισπνέει τον καπνό που παράγεται από την καύση, πίπα 2. σκεύος καπνίσματος που αποτελείται από μικρό κοίλωμα στο οποίο τοποθετείται και καίγεται ο καπνός… … Dictionary of Greek